βραχνιασμένος

βραχνιασμένος
η , ο , βραχνός, ή , ό охрипший; хриплый, сиплый;

μιλώ με βραχνή φωνή — говорить хриплым голосом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βραχνιασμένος" в других словарях:

  • βραγχός — βραγχός, ή, όν (Α) [βράγχος] βραχνός, βραχνιασμένος …   Dictionary of Greek

  • υπόβραγχος — ον, Α λίγο βραχνός, κάπως βραχνιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βράγχος «βράχνιασμα»] …   Dictionary of Greek

  • βραχνιάζω — βραχνιάζω, βράχνιασα, βραχνιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αβράχνιαστος — η, ο εκείνος που δεν είναι βραχνιασμένος, αυτός που μπορεί να κρατάει τη φωνή του καθαρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχνιάζω — ιασα, βραχνιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα: Το πολύ τραγούδι με βράχνιασε. 2. αμτβ., γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα: Από το κρύο βράχνιασα και έχω βήχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχνός — ή, ό αυτός που έχει βραχνάδα, ο βραχνιασμένος: Ακούγεσαι βραχνός μετά το πάρτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»